ἐμφορησαμένους

ἐμφορησαμένους
ἐμφορέω
to be borne about in
aor part mid masc acc pl
ἐμφορέω
to be borne about in
aor part mid masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συνεορτάζω — ΝΜΑ εορτάζω από κοινού με κάποιον, συμμετέχω σε γιορτή («τοὺς συνεορτάζοντας διαψιλῆ τὸν ἄκρατον ἐμφορησαμένους», Διόδ.) νεοελλ. εορτάζω κάτι συγχρόνως με κάτι άλλο, εορτάζω και άλλη εορτή («συνεορτάζουν τη μνήμη τού αγίου και την επέτειο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”